- ξεστιαίος
- ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.